- ἐνωρότερον
- ἔνωροςearlyadverbial compἔνωροςearlymasc acc comp sgἔνωροςearlyneut nom/voc/acc comp sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ένωρος — ἔνωρος, ον (Α) 1. έγκαιρος 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἔνωρος ἔνωμος, ζῶν» (βλ. λ. ἔνωμος) 3. (το συγκρ. ουδ. ως επίρρ.) ἐνωρότερον και ἐνωρίστερον νωρίτερα, εγκαιρότερα … Dictionary of Greek